ΚΕΜΥΛΟ Ειδική Αγωγή, Λογοθεραπεία Εργοθεραπεία Χαλάνδρι Χαλάνδρι

ΚΕΜΥΛΟ, Κέντρο Εξειδικευμένης Μαθησιακής Υποστήριξης και αποκατάστασης Λόγου Ειδική Αγωγή Χαλάνδρι, Μαθησιακές Δυσκολίες Χαλάνδρι, Δυσαναγνωσία Δυσορθογραφία, Δυσλεξία Χαλάνδρι, Δυσγραφία, Δυσαριθμησία, Ειδικός Παιδαγωγός Ψυχολογική υποστήριξη παιδιών και εφήβων, Παιγνιοθεραπεία, Παιδοψυχολόγος Συμβουλευτική γονέων Χαλάνδρι, Λογοθεραπεία Χαλάνδρι, Λογοθεραπευτής Εργοθεραπεία Χαλάνδρι, Εργοθεραπευτής

ΚΕΜΥΛΟ
Κέντρο Εξειδικευμένης Μαθησιακής Υποστήριξης και αποκατάστασης Λόγου
Λογοθεραπεία, Εργοθεραπεία Χαλάνδρι


  

Μαθησιακές Δυσκολίες
Δυσαναγνωσία
Δυσορθογραφία
Δυσλεξία
Δυσγραφία
Δυσαριθμησία
Ειδική Αγωγή
Λογοθεραπεία
Εργοθεραπεία
Παιγνιοθεραπεία
Ψυχολογική Υποστήριξη παιδιών και εφήβων
Συμβουλευτική γονέων
Σχολική Ετοιμότητα
Ομάδες γονέων
Online συνεδρίες 
Ομάδες κοινωνικών δεξιοτήτων παιδιών και εφήβων 
Εποπτείες ειδικών παιδαγωγών ομαδικές και ατομικές
Webinar για εκπαίδευση γονέων με παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες

Ειδικοί Παιδαγωγοί, Ψυχολόγοι, Λογοθεραπευτές, Παιγνιοθεραπευτές, Εργοθεραπευτές,  συνεργασία με Σύμβουλο Επαγγελματικού Προσανατολισμού, Αναπτυξιολόγο και Παιδοψυχίατρο.

Τηλ. 2106828177

ΚΕΜΥΛΟ

Κέντρο Εξειδικευμένης Μαθησιακής Υποστήριξης και αποκατάστασης Λόγου

Αποκατάσταση μαθησιακών δυσκολιών (δυσλεξία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, δυσγραφία, δυσαριθμησία)
Ειδική Αγωγή 
Λογοθεραπεία
Παιγνιοθεραπεία
Εργοθεραπεία
Συναισθηματική Υποστήριξη παιδιών και εφήβων
Αξιολόγηση σχολικής ετοιμότητας νηπίων
Ομάδες γονέων

Σεβαστής Καλλισπέρη 48
Τ.Κ. 15234, Χαλάνδρι
Τηλ. 2106828177

Στο ΚΕΜΥΛΟ η επιστημονική ομάδα ειδικών παιδαγωγών, ψυχολόγων, λογοθεραπευτών, παιγνιοθεραπευτών, εργοθεραπευτών και άλλων ειδικοτήτων αναλαμβάνουμε την αποκατάσταση Μαθησιακών, Λογοθεραπευτικών, Εργοθεραπευτικών και Συναισθηματικών δυσκολιών παιδιών και εφήβων.

Βρισκόμαστε στο Χαλάνδρι και εξυπηρετούμε περιοχές όπως Χαλάνδρι, Ψυχικό, Αγία Παρασκευή, Μαρούσι, Βριλήσσια, Γλυκά Νερά, Γέρακα, Κηφισιά, Εκάλη κ.α.

ΚΕΜΥΛΟ Κέντρο Εξειδικευμένης Μαθησιακής Υποστήριξης και αποκατάστασης Λόγου
ΚΕΜΥΛΟ Ειδική Αγωγή, Λογοθεραπεία Εργοθεραπεία Χαλάνδρι
Σεβαστής Καλλισπέρη 48 Τ.Κ. 15234, Χαλάνδρι
Τηλ. 2106828177

Η Εργοθεραπεία στην Καθημερινότητα του Παιδιού

 

Ο όρος «έργο» χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πλήθος των καθημερινών δραστηριοτήτων, που στον κόσμο του παιδιού αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς είναι καθοριστικές για την μόρφωση της ταυτότητάς του.Κάθε παιδί έχει πολλαπλούς ρόλους ζωής: γιου/κόρης, αδερφού/ής, μαθητή/τριας, φίλου/ης κλπ. και για να ενδυθεί αυτούς τους ρόλους πρέπει να εκτελεί τα κατάλληλα έργα (π.χ. ένας μαθητής θα πρέπει να διαβάζει και να γράφει τις ασκήσεις του).

Ο ρόλος του Eργοθεραπευτή είναι να καταστήσει το παιδί ικανό να συμμετέχει σε έργα που έχουν νόημα στη ζωή του και γι’ αυτό συνεργάζεται με τα παιδιά, τις οικογένειες, τους δασκάλους και τους άλλους ειδικούς που ενδεχομένως πλαισιώνουν το παιδί (Kreideretal, 2014).

Το παιδί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του αναπτύσσει δεξιότητες για να εκτελεί καθημερινές δραστηριότητες και να είναι λειτουργικό στους τρεις βασικούς τομείς έργου:

Ø  Αυτοφροντίδα

Ø  Σχολικές Δραστηριότητες

Ø  Ελεύθερος χρόνος - Παιχνίδι

Στη διάρκεια της  ζωής του το παιδί έχει ευκαιρίες να αναπτύξει και να βελτιώσει τις δεξιότητες αυτές, ώστε να είναι λειτουργικό σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Στο σχολικό περιβάλλον, οι δεξιότητες είναι σημαντικό να έχουν κατακτηθεί από το δημοτικό, ώστε η μετάβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να είναι ομαλή (Jenkinsonetal., 2008).

 

Ø  Αυτοφροντίδα

Ο τομέας αυτός διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην κάλυψη των βασικών αναγκών του παιδιού, στη διατήρηση της υγείας του και στην αποδοχή του από την κοινωνία. Περιλαμβάνει δραστηριότητες καθημερινής διαβίωσης που αφορούν στη φροντίδα του σώματος (π.χ. πλύσιμο, ντύσιμο, σίτιση, χτένισμα) και πιο περίπλοκες δραστηριότητες που απαιτούν αλληλεπίδραση με το περιβάλλον (π.χ. προετοιμασία σνακ, στρώσιμο του κρεβατιού, μετακίνηση με τα ΜΜΜ).

Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανεξαρτησία του παιδιού, που αποτελεί πρωταρχικό σκοπό της Εργοθεραπείας, και επιτυγχάνεται με εκπαίδευση, επανάληψη και εξάσκηση.

Στη διαδικασία αυτή, ο Eργοθεραπευτής λαμβάνει υπόψη και το περιβάλλον του παιδιού και προτείνει τροποποιήσεις και προσαρμογές στο χώρο του σπιτιού ή χρήση βοηθημάτων.

Ωστόσο, ο βαθμός κατά τον οποίο ένα παιδί θα είναι ανεξάρτητο στις καθημερινές του δραστηριότητες επηρεάζεται τόσο από το πολιτισμικό περιβάλλον (π.χ. τις αξίες της οικογένειας), όσο και από το κοινωνικό του περιβάλλον (κοινωνικό status, οικονομική κατάσταση κλπ) (VanHuet et al.,2010).

 

Ø  Σχολείο

Ο ρόλος της Εργοθεραπείας στον τομέα αυτό συνίσταται στην ενίσχυση του παιδιού που αντιμετωπίζει δυσκολίες, ώστε να ενταχθεί ομαλά στο σχολικό περιβάλλον. Η εργοθεραπευτική παρέμβαση εστιάζει τόσο στους μαθησιακούς παράγοντες (λαβή μολυβιού, γραφοκινητικές δεξιότητες, οργάνωση χώρου, διαχείριση χρόνου, μνήμη, συγκέντρωση κλπ.) όσο και στην αυτοϋπηρέτηση του παιδιού, στις κοινωνικές δεξιότητες και στη συμμετοχή σε αθλητικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Εδώ εντάσσεται και η ενημέρωση του δασκάλου για ζητήματα διευθέτησης χώρου και θέσης του μαθητή, τρόπου παροχής οδηγιών, τεχνικές ένταξης σε ομαδικές δραστηριότητες, αυτοϋπηρέτησης, ρύθμισης οπτικών ή ακουστικών ερεθισμάτων και ζητήματα εργονομίας (Τσίπρα et al., 2016).

 

Ø  Παιχνίδι

Το παιχνίδι είναι το βασικό έργο του παιδιού και το μέσο για να εκφράσει ό,τι δεν μπορεί να εκφέρει λεκτικά. Είναι καθοριστικό για την ανάπτυξή του και συμβάλλει στην υγεία και ευεξία του. Στην Εργοθεραπεία χρησιμοποιείται τόσο ως μέσο όσο και ως σκοπός.

Ως μέσο το παιχνίδι εκτελείται προκειμένου να ενισχυθούν δεξιότητες κινητικές, γνωστικές, αισθητηριακές, κοινωνικές κλπ. με τρόπο τέτοιο ώστε το παιδί να αντλεί ικανοποίηση. Ως σκοπός εκτελείται προκειμένου το παιδί να αναπτύξει τις κατάλληλες δεξιότητες παιχνιδιού, όπως να συλλαμβάνει μια ιδέα, να εκκινεί ένα παιχνίδι, να ακολουθεί τους κανόνες, να συνεργάζεται με τους υπόλοιπους και να αντλεί ικανοποίηση, ώστε να παραμένει στο παιχνίδι. Τελικά, το παιχνίδι χρησιμοποιείται προκειμένου το παιδί να εκτελεί μία δραστηριότητα που προσφέρει ικανοποίηση, να συμμετέχει σε ένα κοινωνικό σύνολο (αδέρφια, φίλοι, συμμαθητές) και να αποκτήσει την ταυτότητα του «παίχτη» (Stagnitti, 2010).

 

Εργοθεραπευτικός σχεδιασμός και παρέμβαση

Το σημαντικότερο εργαλείο του Eργοθεραπευτή και για τους τρεις παραπάνω τομείς, είναι η ανάλυση έργου, με την οποία κατακερματίζει τη δραστηριότητα, ώστε να κατανοήσει ποιες είναι οι απαιτήσεις της, ποια η θεραπευτική της δυναμική και κατά πόσον το παιδί μπορεί να την εκτελεί. Έτσι, εντοπίζονται οι δεξιότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση της δραστηριότητας (Kielhofner, 2009).

Το κύριο μέσο του Eργοθεραπευτή στην παρέμβαση είναι η θεραπευτική δραστηριότητα, η οποία για τα παιδιά είναι το παιχνίδι, μέσω του οποίου το παιδί βελτιώνει την κίνηση και την αισθητηριακή επεξεργασία, ενισχύει την οργάνωση και συγκέντρωσή του, αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες και εκφράζει συναισθήματα.

Η δραστηριότητα πρέπει να είναι κατάλληλη για την ηλικία του παιδιού, προσαρμοσμένη στις ικανότητές του και διαβαθμιζόμενης δυσκολίας (Kielhofner, 2009; Τσίπρα et al., 2016).

Σε παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές γίνεται ενίοτε εκπαίδευση στις δραστηριότητες καθημερινής διαβίωσης μέσα από οπτικά προγράμματα και με πρόσθια ή αντίστροφη διδασκαλία αλυσιδωτών αντιδράσεων. Έτσι, αποτυπώνεται καλύτερα η διαδικασία μέσα από την οπτική πληροφορία, ενώ το παιδί γνωρίζει τι ακολουθεί στη συνέχεια (Bumin et al., 2015).

Ρόλος του Eργοθεραπευτή είναι να κατανοήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού, τις ικανότητές του, τις δεξιότητες στις οποίες υπολείπεται και το περιβάλλον στο οποίο ζει.Έτσι, διευκολύνεται η συμμετοχή του στο έργο που έχει νόημα για το ίδιο και την οικογένειά του και ενισχύεται η αυτοεκτίμησή του, καθώς ανακαλύπτει ότι έχει την επάρκεια να «πράξει». Όπως επιτάσσουν οι διεθνείς τάσεις, στόχος πρέπει να είναι ακριβώς αυτός και όχι η μεμονωμένη βελτίωση των δεξιοτήτων (Gustafsson et al., 2014), ώστε να μην αναχθεί η Εργοθεραπεία σε απλή δημιουργική απασχόληση, αλλά σε μέσο με το οποίο το παιδί συμμετέχει στη ζωή και από το οποίο αντλεί ικανοποίηση! 

 

ΚΕΜΥΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ ΕΡΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ



Μαθησιακές Δυσκολίες: τι σημαίνει «Αναγνωστική Ευχέρεια»;

 

Τα περισσότερα προγράμματα αποκατάστασης Μαθησιακών Δυσκολιών επικεντρώνονται στις αναγνωστικές δυσκολίες, διότι η ανάγνωση είναι η πρώτη δεξιότητα που αποκτούν τα παιδιά με την είσοδό τους στη συστηματική διδασκαλία και αποτελεί προϋπόθεση για την κατάκτηση της γραφής, της ορθογραφίας και της κατανόησης κειμένου.

Για την αξιολόγηση της αναγνωστικής ικανότητας γενικά και των αναγνωστικών δυσκολιών ειδικότερα, οι έρευνες στρέφονται στη διερεύνηση της αναγνωστικής ευχέρειας και της κατανόησης

Το National Reading Panel Report (2000) έχει ορίσει την αναγνωστική ευχέρεια ως την ικανότητα ανάγνωσης ενός κειμένου με:

α) ταχύτητα (ή ρυθμό ή αυτοματικότητα): αφορά στον αριθμό των σωστών λέξεων ανά λεπτό ανάγνωσης. Τα παιδιά με Δυσαναγνωσία προβαίνουν σε αργή ανάγνωση λόγω δυσκολίας στην ταχύτητα επεξεργασίας και έλλειψης αυτοματοποίησης. Πάρα ταύτα, οι αναγνώστες με Δυσαναγνωσία, όταν εξασκούνται στην ταχύτητα επεξεργασίας γενικά και στην αναγνωστική ταχύτητα συγκεκριμένα, βελτιώνονται και μπορούν να πλησιάσουν την αυτοματοποίηση του τυπικού αναγνώστη (Samuels, 2002).

β) ακρίβεια (ή ορθότητα): αφορά στην ικανότητα του παιδιού για αποκωδικοποίηση των λέξεων κατά την ανάγνωση. Καθώς το παιδί διαβάζει, είναι σημαντικό να έχει επίγνωση του ότι τα τυπωμένα σύμβολα/γραφήματα, σχετίζονται με ήχους/φωνήματα, ότι αυτοί οι ήχοι σε διάφορους συνδυασμούς μορφώνουν τις λέξεις και ότι πολλές λέξεις μαζί απαρτίζουν την πρόταση. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο το παιδί να είναι σε θέση να αποκωδικοποιεί σωστά αρχικά τις λέξεις και έπειτα τις προτάσεις, ώστε να κατανοεί το νόημα αυτών. Για τον αναγνώστη με Δυσαναγνωσία, ο οποίος διαβάζει αργά ή διστακτικά, που κάνει παύσεις και αφιερώνει χρόνο στην αποκωδικοποίηση των λέξεων, το κείμενο κατακερματίζεται σε φράσεις και έτσι αδυνατεί να κατανοήσει το συνολικό νόημα (Hasbrouck, 2006).

γ) προσωδία (ή εκφραστικότητα): καθορίζει εάν τελικά ο αναγνώστης είναι πραγματικά ευχερής. Ο λόγος επικοινωνείται με παύσεις, με διακυμάνσεις της φωνής και με επιτονισμό για να γίνει κατανοητό το εκπεμπόμενο μήνυμα. Όταν ο αναγνώστης διαβάζει με προσωδία, η κατανόηση έπεται φυσικά της αποκωδικοποίησης και του επιτρέπει να προβαίνει σε περίπλοκες νοηματικές συνδέσεις, καθώς αντιλαμβάνεται το νόημα και δίνει τη δέουσα σημασία στη στίξη. Ο μαθητής με Δυσαναγνωσία, ο οποίος δεν έχει κατακτήσει την αυτοματικότητα στην αναγνώριση των λέξεων, τείνει να διαβάζει το κείμενο ανά λέξη ή σε μικρές φράσεις και συχνά αγνοεί τη στίξη, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να κατανοήσει τη περιεχόμενο του κειμένου (Spafford & Grosser, 2005).  

Συμπερασματικά, ενώ ο επαρκής αναγνώστης προσεγγίζει το κείμενο, με ταχύτητα, ακρίβεια και προσωδία και η διαδικασία ανάγνωσης είναι για αυτόν αυτοματοποιημένη, απρόσκοπτη και αποτελεσματική επικοινωνιακά, ο αναγνώστης με Δυσαναγνωσία οδηγείται σε ανεπαρκή κατανόηση, διότι και επικεντρώνεται στην αποκωδικοποίηση και εμφανίζει μεταγνωστικά ελλείμματα (αγνοεί τη δομή του κειμένου και τα ποικίλα κειμενικά χαρακτηριστικά, όπως τίτλους και υποτίτλους, έντονα ή πλαγιαστά στοιχεία) (Filippatou & Pumfrey, 1996).


ΚΕΜΥΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ

 

 

Πώς κάνω σχέση με το παιδί μου;

 

Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα του πώς κάνουμε σχέση, ας δούμε μαζί τι σημαίνει «σχέση». Για να έχουμε σχέση με το παιδί μας χρειάζεται να επικοινωνούμε μαζί του, να υπάρχει αγάπη και σεβασμός. Να μιλάμε και να ακούμε ο ένας τον άλλον, να καταλαβαίνουμε αυτό που θέλει να μας πει και να ανταποκρινόμαστε σε αυτό.

Συνήθως όμως η σχέση με τα παιδιά είναι πολύ δύσκολη, δεν ακούει ο ένας τον άλλο, ο καθένας επιμένει στην άποψή του και προσπαθεί να περάσει το δικό του, με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονες συγκρούσεις και να καταλήγουμε σε μια σχέση εξουσίας και επιβολής.

Ας αναρωτηθούμε όμως εάν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας με έναν τρόπο που να υπάρχει αλληλοκατανόηση και συνεργασία.

Ένα κλασσικό παράδειγμα: συμφωνούμε με το παιδί μας ότι θα διαβάσει μόνο του τα μαθήματά του, το παιδί δεν τηρεί όμως την συμφωνία, εμείς γινόμαστε έξαλλοι και αρχίζουμε να το κρίνουμε και να λέμε «Είσαι τεμπέλης», «Άρχισες πάλι τα ίδια», «Ποτέ δεν θα βγάλω άκρη μαζί σου», «Είσαι ίδιος με τον πατέρα σου», να ειρωνευόμαστε «Σιγά μην διάβαζες», να απειλούμε «Δεν θα πας πουθενά το ΣΚ», να τιμωρούμε «Χαρτζιλίκι δεν έχει», να συμβουλεύουμε «Μη χαζεύεις», «Η τηλεόραση σε αποσπά»…

Εσάς αν σας μιλούσαν έτσι, πώς θα νιώθατε; Θυμάστε να σας μιλούν έτσι οι γονείς σας;

Πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε δεν ακούμε τα παιδιά. Μάλιστα με το δικό μας παιδί, επειδή είμαστε οι γονείς του και έχουμε την ευθύνη του, το θεωρούμε πολύ μικρό για να ξέρει κι έτσι θέλουμε να το συμβουλεύσουμε και να το καθοδηγήσουμε. Είμαστε οι προστάτες του.

Πόσο δύσκολο είναι να πάρουμε στα σοβαρά ένα μικρό παιδί; Και η αλήθεια είναι ότι καταλαβαίνει ότι δεν το αντιμετωπίζουμε όπως τους ενήλικες, με αποτέλεσμα να αισθάνεται μικρό κι να συμπεριφέρεται ανάλογα.

Παρακάτω θα αναφερθούν κάποια βασικά συστατικά στην δημιουργία μιας σχέσης με το παιδί μας, που ακόμα και αν τα γνωρίζουμε, θα ήταν χρήσιμο να τα ξαναθυμηθούμε.

Είναι πολύ σημαντικό το παιδί να αισθάνεται ότι έχει την αμέριστη προσοχή μας. Χρειάζεται να του δίνουμε λίγο από τον χρόνο μας για να νιώθει ότι ενδιαφερόμαστε για εκείνο και για τον δικό του «κόσμο». Μπορούμε απλά να καθίσουμε κοντά του, να είμαστε μόνοι μαζί του, να ασχοληθούμε με μια δραστηριότητα σε όσο χρόνο μπορούμε να διαθέσουμε. Το παιδί εσωτερικεύει μέσα του ότι είναι σημαντικό για εμάς. Το βλέπουμε, το ακούμε, αλληλεπιδρούμε μαζί του.

Συχνά η επικριτική στάση των γονέων απομακρύνει τα παιδιά. Αρκεί να είμαστε λιγότερο αξιολογητικοί και να μην βάζουμε ταμπέλες -που πολλές από αυτές τραυματίζουν τα παιδιά, καθώς η κριτική καλλιεργεί ένα ασταθές έδαφος, όπου το παιδί αισθάνεται μέσα του φόβο, ντροπή και ενοχή. Αντί λοιπόν να αξιολογούμε, ας προσπαθούμε να καταλάβουμε την συμπεριφορά του. Εκφράσεις που μπορεί να βοηθήσουν είναι: «Βλέπω/Παρατηρώ ότι είσαι ανήσυχος σήμερα το απόγευμα. Σου συμβαίνει κάτι;». Μια τέτοια ουδέτερη παρατήρηση -η οποία είναι αρκετά δύσκολη πολλές φορές στην πράξη, καθώς χρειάζεται να φιλτράρουμε και τα δικά μας συναισθήματα- φέρνει το παιδί σε σχέση με αυτό που του συμβαίνει. Εμείς σαν γονείς μεταφέρουμε το νιάξιμο μας.

Η εμπιστοσύνη είναι η κόλλα για την σχέση με τα παιδιά. Πολλές φορές η εμπιστοσύνη είναι μια έννοια πολύ δεδομένη για τους γονείς. Στην πράξη τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Είμαστε εκεί δίπλα στα παιδιά να τους προσφέρουμε την εμπιστοσύνη μας. Τα παιδιά από την άλλη διψούν για αναγνώριση και εμπιστοσύνη και κάνουν τα πάντα να την κερδίσουν. Όμως τι είναι αλήθεια; Είναι κάτι περισσότερο από κάποιες λέξεις που θα πούμε. Είναι η στάση που υιοθετεί ο γονέας, η ζεστασιά στα μάτια του, ο τόνος της φωνής, όταν εκφράζει «Όλα θα πάνε καλά» ή «Θα τα καταφέρεις». Έτσι, σαν γονέας είμαι εδώ στο πλάι σου, και αναγνωρίζω ότι μέσα μου, εσύ, ως παιδί μου, έχεις ότι χρειάζεσαι για να αναπτυχθείς. Αρκεί μόνο η ζεστή παρουσία μου.

 

ΚΕΜΥΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

 

 

Ανάπτυξη λόγου και ομιλίας σε παιδιά

 

Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων επικοινωνίας αρχίζει στην παιδική ηλικία, πριν από την εμφάνιση της πρώτης λέξης. Οποιαδήποτε δυσκολία στο λόγο και στην ομιλία είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντικό αντίκτυπο στις κοινωνικές και ακαδημαϊκές δεξιότητες του παιδιού, καθώς και στη συμπεριφορά του. Όσο νωρίτερα εντοπισθούν οι δυσκολίες στη ομιλία τόσο νωρίτερα θα ξεκινήσει η αποκατάσταση, με αποτέλεσμα οι δυσκολίες να μην παραμείνουν μακροπρόθεσμα και να μην γιγαντωθούν. Η πρώιμη παρέμβαση σε δυσκολίες λόγου και ομιλίας βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν πιο εύκολα δεξιότητες ανάγνωση-γραφής, αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις (Asha, 2013).

Αρκετοί γονείς διακρίνουν από νωρίς τις δυσκολίες ομιλίας στο παιδί τους είτε συγκρίνοντας με τα ηλικιακά ορόσημα των μεγαλύτερων παιδιών τους είτε λαμβάνοντας ενημέρωση από τις νηπιαγωγούς.

Υπάρχουν πολύ τρόποι με τους οποίους ο γονιός μπορεί να βοηθήσει και να δώσει κατευθύνσεις στο παιδί για την ανάπτυξη τις ομιλίας του.

  • Δώσετε χρόνο στο παιδί: πολλοί συνομιλητές δεν περιμένουν να ολοκληρωθεί η πρόταση του παιδιού και παρεμβαίνουν για να το διευκολύνουν. Μία καλή τακτική είναι να δίνονται κάποια δευτερόλεπτα στο παιδί για να απαντήσει. Το παιδί, έτσι, παίρνει χρόνο για να κάνει την ανάλογη γλωσσική επεξεργασία. Επίσης, μία τέτοια τακτική λειτουργεί προληπτικά στον παιδικό τραυλισμό.
  • Συμπεριφερθείτε στο παιδί όπως σε έναν ώριμο συνομιλητή: καλό θα είναι να μιλάτε στα παιδιά και να τα αντιμετωπίζετε επικοινωνιακά όπως έναν ενήλικα, κάνοντας διάλογο, διατηρώντας βλεμματική επαφή και δίνοντας σημασία στα λεγόμενά του. Πάντα όμως να θυμάστε ότι είναι παιδιά, και καλό θα είναι να αποφεύγετε τη χρήση περίπλοκου λεξιλογίου ή πληροφοριών που το παιδί δεν θα καταλάβει.
  • Περιγράψετε το παιχνίδι που χρησιμοποιεί: ο σχολιασμός την ώρα του παιχνιδιού είναι πολύ σημαντικός για την ανάπτυξη της ομιλίας. Είναι μία τακτική η οποία δεν προξενεί πίεση στην επικοινωνία του παιδιού και έτσι το παιχνίδι γίνεται πιο παραγωγικό.
  • Αποφύγετε την χρήση ερωτήσεων: η ώρα του παιχνιδιού, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι δημιουργικός χρόνος για το παιδί. Η πρόκληση είναι να δίνετε στο παιδί το χρόνο, καθώς οι ερωτήσεις μπορεί να το κάνουν να σταματήσει το παιχνίδι για να ανταποκριθεί στα ερωτήματα μας.
  • Διαβάστε: η ανάγνωση φέρνει θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη της ομιλίας. Πιο συγκεκριμένα, διαβάζοντας ένα παραμύθι, ενισχύουμε το λεξιλόγιο την οπτική αντίληψη αντικειμένων και το σημασιολογικό περιεχόμενο, ενώ ταυτόχρονα εκμαιεύονται ερωτήσεις και απορίες. Τα βιβλία δεν είναι τα μόνα που βοηθούν σε αυτή τη διαδικασία. Συσκευασίες προϊόντων, οδηγίες παιχνιδιών ή ακόμα και ταμπέλες στο δρόμο κάνουν το παιδί να αναπτύσσει την κατανόησή του και την ομιλία του.

 Εφαρμόζοντας τακτικές προσαρμοσμένες στις ανάγκες του παιδιού, σε συνδυασμό πάντα με λεκτική επιβράβευση, τα θετικά αποτελέσματα θα φανούν άμεσα στην ομιλία, καθώς και στην συμπεριφορά ενός παιδιού.

 

 ΚΕΜΥΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ